- γυαλοκοπώ
- (-άω)είμαι στιλπνός, λάμπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + -κοπώ < -κόπος < κόπτω (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek